ΠΩΣ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΘΙΣΜΟΣ

Γράφει η Σοφία Μίχου

STORIES

10/27/20251 λεπτά ανάγνωσης

Έχεις νιώσει ποτέ την ανάγκη να μιλήσεις με κάποιον, όχι γιατί έχεις κάτι να πεις, αλλά απλώς για να νιώσεις ολοκληρωμένος;
Να ακούς την ανάσα του στο τηλέφωνο, να σου πει ένα “γεια” και τίποτα άλλο. Μόνο μια λέξη — αρκετή για να σου θυμίσει πως υπάρχει.
Σαν ναρκωτικό. Θες μόνο να τον ακούσεις. Δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό. Έχεις εθιστεί. Δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτα άλλο, όλη μέρα, παρά μόνο εκείνον.

Ο μεγαλύτερος πόνος δεν είναι να χτυπήσεις ή να σου μιλήσουν άσχημα.
Ο μεγαλύτερος πόνος είναι να θες κάποιον ενώ ξέρεις πως δεν μπορείς να τον έχεις.
Να τον θέλεις, αλλά να μην μπορείς να είσαι μαζί του.
Και το χειρότερο; Να θες να απομακρυνθείς, αλλά να μην μπορείς.
Να προσπαθείς να μη τον σκέφτεσαι, αλλά το μυαλό σου να επιστρέφει πάντα εκεί.

Όλη μέρα να σκέφτεσαι πότε και πού θα τον δεις.
Όχι για να του μιλήσεις — μόνο για να τον δεις, να παρατηρήσεις κάθε του κίνηση, κάθε λεπτομέρεια.
Κι όταν δεν τον βλέπεις, να θυμάσαι τις συζητήσεις σας. Να επαναλαμβάνεις μέσα σου όσα σου έχει πει.
Είναι πραγματικά σκληρό να έχεις δεθεί με κάποιον, γιατί κάποια στιγμή θα πρέπει να τον ξεπεράσεις.
Και δεν θα μπορείς. Γιατί έτσι είναι· κολλάμε με ανθρώπους που δεν μπορούμε να έχουμε.
Πάντα θέλουμε αυτό που δεν μας ανήκει.

Αυτό το άτομο είναι σαν το ηλιοβασίλεμα.
Πανέμορφο — αλλά δεν κρατάει πολύ.
Το βλέπεις, το θαυμάζεις, κι ύστερα φεύγει.
Φεύγει και γυρνάει. Ξανά και ξανά.
Αλλά ποτέ δεν μένει για πάντα.
Όπως το φεγγάρι που δεν θα μπορέσει ποτέ να έχει τον ήλιο, όσο κι αν το θέλει.

Όσο κι αν θες κάποιον, αν δεν είναι γραφτό να είστε μαζί, δεν θα είστε.
Όσο κι αν προσπαθήσεις.
Κι αυτό πονάει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο — να θέλεις κάτι που δεν μπορείς να έχεις.
Ξέρεις ότι τον θες δίπλα σου, αλλά ξέρεις επίσης ότι δεν γίνεται.
Κι αν γίνει, ξέρεις πως κάτι δεν θα πάει καλά.
Ξέρεις ότι είναι λάθος — κι όμως, τον θέλεις ακόμα πιο πολύ.
Μέχρι που δεν μπορείς να αναπνεύσεις από τα κλάματα που σου προκαλεί η απουσία του.

Σκέφτεσαι πώς θα ήταν η ζωή σου αν δεν είχες μιλήσει ποτέ μαζί του εκείνο το βράδυ.
Αν δεν ήξερες το αγαπημένο του χρώμα, τα σημάδια στο σώμα του, τα μικρά και ασήμαντα πράγματα που έγιναν τα πάντα για σένα.
Πώς θα ήταν η ζωή σου χωρίς αυτόν;
Χωρίς να ξυπνάς κάθε μέρα ελπίζοντας να δεις το μήνυμά του στην οθόνη;
Χωρίς να ανοίγεις κάθε ειδοποίηση με την ελπίδα ότι είναι εκείνος;

Κάνεις προσπάθειες να τον ξεπεράσεις, κοιτάς άλλους, προχωράς με άλλους, νομίζοντας πως θα τον ξεχάσεις.
Αλλά δεν τον ξεχνάς. Το μόνο που κάνεις είναι να αποσπάς την προσοχή σου απ’ αυτόν.
Λες «δεν θα ξαναδεθώ με κανέναν», αλλά η αλήθεια είναι πως δεν μπορείς να δεθείς με κανέναν άλλο.
Γιατί δεν έχεις ξεπεράσει εκείνον.
Κι έτσι φτάνεις πάντα στο ίδιο σημείο:
το μόνο που θέλει ο οργανισμός σου είναι να ακούσει τη φωνή του,
να δει τα μάτια του,
το χαμόγελό του.